- γαρύω
- γᾱρύω , γηρύωsingpres subj act 1st sg (doric)γᾱρύω , γηρύωsingpres ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηρύω — και γαρύω (Α) [γήρυς, γάρυς] 1. τραγουδώ, ψάλλω 2. λέγω, μιλώ 3. τραγουδώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι 4. «γηρύομαί τινι» διαγωνίζομαι στο τραγούδι μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος … Dictionary of Greek